- ιληκησι
- ἱλήκῃσι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἱλήκῃσι — ἱ̱λήκῃσι , ἱλήκω to be gracious pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλήκω — ἱλήκω (Α) (για θεό) είμαι ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού ἱλάσκομαι που μαρτυρείται με τη μορφή ἱλήκῃσι (υποτ. παρακμ.) μια φορά στον Όμηρο. Απαντά και ευκτ. παρακμ. ἱλήκοις, ἱλήκοι, ἱλήκοιτε] … Dictionary of Greek